Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλοδωρώ < φιλοδωρέω μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική φιλόδωρος

φιλοδωρώ

  1. δίνω φιλοδώρημα
  2. δωρίζω, χαρίζω κάτι φιλικά, δίνω κάτι (συνήθως επιπλέον, που δεν είναι απαραίτητο) ως ανταμοιβή
π.χ. "Της έδωσα ένα CD που είχα διπλό και με φιλοδώρησε με ένα φιλί"
  1. ειρωνικά, για κάποια απρόσμενη αρνητική αντίδραση σε κάτι όχι απαραίτητα κακό
"τον πληροφόρησα ότι η γυναίκα του τον απατά και αντί να με ευχαριστήσει που του άνοιξα τα μάτια, με φιλοδώρησε με μια γροθιά!"

  Μεταφράσεις

επεξεργασία