pourboire
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pourboire | pourboires |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpourboire (fr) αρσενικό → δείτε τις λέξεις pour και boire
- το φιλοδώρημα, το πουρμπουάρ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- pourboire - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- pourboire - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé