φερμουίτ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fer.muˈit/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φερ‐μου‐ίτ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφερμουίτ ουδέτερο άκλιτο
- καθένα από τα τακάκια των δισκόφρενων
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ φερμουίτ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας