φαιδίμῳ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφαιδίμῳ
- δοτική ενικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του φαίδιμος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 128 (126-130)
- σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει· | ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης | φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, | καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν, | ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
- Και θα σου πω κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο — μην το ξεχάσεις· | όταν στον δρόμο σου βρεθεί οδοιπόρος | να πει πως λιχνιστήρι φέρνεις στον όμορφο ώμο σου, | τότε κι εσύ μπήξε στο χώμα το καλάρμοστο κουπί, | και πρόσφερε θυσίες καλές στον μέγα Ποσειδώνα —
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- σῆμα δέ τοι ἐρέω μάλ᾽ ἀριφραδές, οὐδέ σε λήσει· | ὁππότε κεν δή τοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης | φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, | καὶ τότε δὴ γαίῃ πήξας εὐῆρες ἐρετμόν, | ῥέξας ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι,
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 128 (126-130)