Ετυμολογία

επεξεργασία
υψηλοφώνως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑψηλοφώνως < (ελληνιστική κοινήὑψηλόφωνος

  Επίρρημα

επεξεργασία

υψηλοφώνως

  Μεταφράσεις

επεξεργασία