υστερικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαυστερικά < υστερικός
Επίρρημα
επεξεργασίαυστερικά
- σπασμωδικά, με ανεξέλεγκτη και υπερβολική συμπεριφορά
Μεταφράσεις
επεξεργασία υστερικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαυστερικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υστερικό