υποκινήσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
υποκινήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποκινώ
- θα υποκινήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποκινώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
υποκινήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποκίνηση