υπερψύχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπερψύχω < ελληνιστική κοινή ὑπερψύχω[1] < αρχαία ελληνική ὑπέρ + ψύχω
Ρήμα
επεξεργασίαυπερψύχω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπερψύχω
|
- ↑ ὑπερψύχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.