Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

υπερφαλαγγίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερφαλαγγίζω
  2. θα υπερφαλαγγίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερφαλαγγίζω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

υπερφαλαγγίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερφαλάγγιση