υπερκαλύψεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαυπερκαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερκαλύπτω
- θα υπερκαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερκαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαυπερκαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υπερκάλυψη