υπάρχοντα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαυπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα περιουσιακά στοιχεία κάποιου
- (ειδικότερα) τα προσωπικά αντικείμενα κάποιου, όσα έχει στο σπίτι του
υπάρχοντα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό