Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τυφλώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τυφλώνω
  2. θα τυφλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τυφλώνω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

τυφλώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τύφλωση