Δείτε επίσης: τυφλού

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τυφλοῦ αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του τυφλός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (τυφλόν) του τυφλός