τυπολατρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυπολατρικά < τυπολατρικός + -ά < τυπολάτρης / τυπολατρία + -ικός
Επίρρημα επεξεργασία
τυπολατρικά
- με τυπολατρικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυπολατρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τυπολατρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τυπολατρικός