Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσευδίζω < τσευδ(ός) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡seˈvði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσε‐βδί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

τσευδίζω, αόρ.: τσέβδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • τσεβδίζω (μη ετυμολογική γραφή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία