Ετυμολογία

επεξεργασία
τσευδίζω < τσευδ(ός) + -ίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡seˈvði.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσε‐βδί‐ζω

τσευδίζω, αόρ.: τσέβδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Άλλες γραφές

επεξεργασία
  • τσεβδίζω (μη ετυμολογική γραφή)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία