τσευδίζω
(Ανακατεύθυνση από τσεβδίζω)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡seˈvði.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσε‐βδί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίατσευδίζω, αόρ.: τσέβδισα (χωρίς παθητική φωνή)
- άλλη μορφή του ψευδίζω
Άλλες γραφές
επεξεργασία- τσεβδίζω (μη ετυμολογική γραφή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τσευδίζω | τσεύδιζα | θα τσευδίζω | να τσευδίζω | τσευδίζοντας | |
β' ενικ. | τσευδίζεις | τσεύδιζες | θα τσευδίζεις | να τσευδίζεις | τσεύδιζε | |
γ' ενικ. | τσευδίζει | τσεύδιζε | θα τσευδίζει | να τσευδίζει | ||
α' πληθ. | τσευδίζουμε | τσευδίζαμε | θα τσευδίζουμε | να τσευδίζουμε | ||
β' πληθ. | τσευδίζετε | τσευδίζατε | θα τσευδίζετε | να τσευδίζετε | τσευδίζετε | |
γ' πληθ. | τσευδίζουν(ε) | τσεύδιζαν τσευδίζαν(ε) |
θα τσευδίζουν(ε) | να τσευδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τσεύδισα | θα τσευδίσω | να τσευδίσω | τσευδίσει | ||
β' ενικ. | τσεύδισες | θα τσευδίσεις | να τσευδίσεις | τσεύδισε | ||
γ' ενικ. | τσεύδισε | θα τσευδίσει | να τσευδίσει | |||
α' πληθ. | τσευδίσαμε | θα τσευδίσουμε | να τσευδίσουμε | |||
β' πληθ. | τσευδίσατε | θα τσευδίσετε | να τσευδίσετε | τσευδίστε | ||
γ' πληθ. | τσεύδισαν τσευδίσαν(ε) |
θα τσευδίσουν(ε) | να τσευδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τσευδίσει | είχα τσευδίσει | θα έχω τσευδίσει | να έχω τσευδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τσευδίσει | είχες τσευδίσει | θα έχεις τσευδίσει | να έχεις τσευδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τσευδίσει | είχε τσευδίσει | θα έχει τσευδίσει | να έχει τσευδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τσευδίσει | είχαμε τσευδίσει | θα έχουμε τσευδίσει | να έχουμε τσευδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τσευδίσει | είχατε τσευδίσει | θα έχετε τσευδίσει | να έχετε τσευδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τσευδίσει | είχαν τσευδίσει | θα έχουν τσευδίσει | να έχουν τσευδίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τσευδίζω
|