τσέρι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσέρι < (άμεσο δάνειο) αγγλική cherry (brandy) < μέση αγγλική cheri < παλαιά γαλλικά cherise < δημώδης λατινική ceresia < λατινική cerasium < (ελληνιστική κοινή) κεράσιον (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσέρι ουδέτερο άκλιτο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κεράσι