cerasella
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cerasella | ceraselle |
Ετυμολογία
επεξεργασία- cerasella < cerasa
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcerasella (it)
Πηγές
επεξεργασία- cerasella - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).