τραυματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τραυματικά < τραυματικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
τραυματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τραυματικός