τουτού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία 1
επεξεργασία
- τουτού < (στην παιδική γλώσσα)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τουτού ουδέτερο άκλιτο
- (νηπιακή λέξη) αυτοκίνητο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παιδική λέξη για το αυτοκίνητο
|