Ετυμολογία

επεξεργασία
τουμπάρω < τούμπα + -άρω

τουμπάρω

  1. (αμετάβατο) αναποδογυρίζω μετά από τούμπα
  2. (μεταβατικό) πείθω κάποιον, του αλλάζω την αρχική του γνώμη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία