τοπογραφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοπογραφικά < τοπογραφικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
τοπογραφικά
- με τοπογραφικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοπογραφικά
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
τοπογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τοπογραφικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τοπογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τοπογραφικός