τοπική μεταβλητή συνάρτησης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίατοπική μεταβλητή συνάρτησης
- (πληροφορική) οι τοπικές μεταβλητές που δημιουργούνται στην κλήση μιας συνάρτησης, όπως οι τυπικές παράμετροι (αν υπάρχουν) και οι μεταβλητές που χρησιμοποιούνται μέσα στο σώμα της συνάρτησης (αν υπάρχουν)
Μεταφράσεις
επεξεργασία τοπική μεταβλητή συνάρτησης