τιμής ένεκεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τιμής ένεκεν: τιμή στη γενική ενικού & ένεκεν < αρχαία ελληνική ἕνεκεν, σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική honoris causa [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /tiˈmis ˈenecen/
Έκφραση
επεξεργασίατιμής ένεκεν
- (λόγιο) για το λόγο απόδοσης τιμής, σε ένδειξη σεβασμού (για να αποδοθεί τιμή σε κάποιο πρόσωπο)
- ⮡ Θα καθήσουν στην πρώτη σειρά, τιμής ένεκεν.
- ⮡ Ο εκδοτικός οίκος έστειλε αυτά τα βιβλία δωρεάν, τιμής ένεκεν. Έχουν και σφραγίδα που γράφει «τιμής ένεκεν».
- παλιότερη γραφή: τιμῆς ἕνεκεν
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τιμής ένεκεν
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ένεκεν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας