Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τιμής ένεκεν: τιμή στη γενική ενικού & ένεκεν < αρχαία ελληνική ἕνεκεν, σημασιολογικό δάνειο από τη λατινική honoris causa [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tiˈmis ˈenecen/

  Έκφραση επεξεργασία

τιμής ένεκεν

  • (λόγιο) για το λόγο απόδοσης τιμής, σε ένδειξη σεβασμού (για να αποδοθεί τιμή σε κάποιο πρόσωπο)
    Θα καθήσουν στην πρώτη σειρά, τιμής ένεκεν.
    Ο εκδοτικός οίκος έστειλε αυτά τα βιβλία δωρεάν, τιμής ένεκεν. Έχουν και σφραγίδα που γράφει «τιμής ένεκεν».
    παλιότερη γραφή: τιμῆς ἕνεκεν

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία