Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

ετυμολογία επεξεργασία

τηλεψηφίζω < τηλε- + ψήφος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική televote)

  Ρήμα επεξεργασία

τηλεψηφίζω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία