τηλεψηφίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίατηλεψηφίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τηλεψηφίζω | τηλεψήφιζα | θα τηλεψηφίζω | να τηλεψηφίζω | τηλεψηφίζοντας | |
β' ενικ. | τηλεψηφίζεις | τηλεψήφιζες | θα τηλεψηφίζεις | να τηλεψηφίζεις | τηλεψήφιζε | |
γ' ενικ. | τηλεψηφίζει | τηλεψήφιζε | θα τηλεψηφίζει | να τηλεψηφίζει | ||
α' πληθ. | τηλεψηφίζουμε | τηλεψηφίζαμε | θα τηλεψηφίζουμε | να τηλεψηφίζουμε | ||
β' πληθ. | τηλεψηφίζετε | τηλεψηφίζατε | θα τηλεψηφίζετε | να τηλεψηφίζετε | τηλεψηφίζετε | |
γ' πληθ. | τηλεψηφίζουν(ε) | τηλεψήφιζαν τηλεψηφίζαν(ε) |
θα τηλεψηφίζουν(ε) | να τηλεψηφίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τηλεψήφισα | θα τηλεψηφίσω | να τηλεψηφίσω | τηλεψηφίσει | ||
β' ενικ. | τηλεψήφισες | θα τηλεψηφίσεις | να τηλεψηφίσεις | τηλεψήφισε | ||
γ' ενικ. | τηλεψήφισε | θα τηλεψηφίσει | να τηλεψηφίσει | |||
α' πληθ. | τηλεψηφίσαμε | θα τηλεψηφίσουμε | να τηλεψηφίσουμε | |||
β' πληθ. | τηλεψηφίσατε | θα τηλεψηφίσετε | να τηλεψηφίσετε | τηλεψηφίστε | ||
γ' πληθ. | τηλεψήφισαν τηλεψηφίσαν(ε) |
θα τηλεψηφίσουν(ε) | να τηλεψηφίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τηλεψηφίσει | είχα τηλεψηφίσει | θα έχω τηλεψηφίσει | να έχω τηλεψηφίσει | ||
β' ενικ. | έχεις τηλεψηφίσει | είχες τηλεψηφίσει | θα έχεις τηλεψηφίσει | να έχεις τηλεψηφίσει | ||
γ' ενικ. | έχει τηλεψηφίσει | είχε τηλεψηφίσει | θα έχει τηλεψηφίσει | να έχει τηλεψηφίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε τηλεψηφίσει | είχαμε τηλεψηφίσει | θα έχουμε τηλεψηφίσει | να έχουμε τηλεψηφίσει | ||
β' πληθ. | έχετε τηλεψηφίσει | είχατε τηλεψηφίσει | θα έχετε τηλεψηφίσει | να έχετε τηλεψηφίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν τηλεψηφίσει | είχαν τηλεψηφίσει | θα έχουν τηλεψηφίσει | να έχουν τηλεψηφίσει |
|