Ετυμολογία

επεξεργασία
τετραπέρατα < τετρα- + πέρατα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τετραπέρατα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα τέσσερα άκρα του κόσμου

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τετραπέρατα

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του τετραπέρατος