τετελεσμένο γεγονός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τετελεσμένο γεγονός < → δείτε τις λέξεις τετελεσμένος και γεγονός
Προφορά
επεξεργασία
Έκφραση
επεξεργασία
τετελεσμένο γεγονός ουδέτερο
- γεγονός που έχει γίνει και δεν μπορεί να αναστραφεί
Πρέπει να το αποδεχτούμε ως τετελεσμένο γεγονός.
- → δείτε και τους όρους οριστικός, τελεσίδικος και fait accompli
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τετελεσμένο γεγονός