Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τετελεσμένο γεγονός < → δείτε τις λέξεις τετελεσμένος και γεγονός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /teteleˈzmeno ʝegoˈnos/

  Έκφραση επεξεργασία

τετελεσμένο γεγονός ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία