Ετυμολογία

επεξεργασία
fait accompli < → δείτε τη λέξη fait (αρσενικό, γεγονός) & accompli (τετελεσμένος) > ρήμα accomplir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɛ.t‿a.kɔ̃.pli/

  Έκφραση

επεξεργασία

fait accompli (fr)