Ετυμολογία

επεξεργασία
τελεύω < τέλ(ος) + -εύω[1] (και όψιμη (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελεύω[2])

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /teˈle.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λεύ‐ω

τελεύω, αόρ.: τέλεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. τελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.