τελεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελεύω < τέλ(ος) + -εύω[1] (και όψιμη (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τελεύω[2])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /teˈle.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίατελεύω, αόρ.: τέλεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (λαϊκότροπο) τελειώνω
- ※ Κυριακή σήμερα, βαρούσαν οι καμπάνες, τέλευε η λειτουργιά. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- ※ Σήμερα τέλεψα την Oδύσσεια (Καζαντζάκης, γράμμα προς τον Αλικιώτη, Αίγινα 4-12-43 απόσπασμα)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | τελεύω | τέλευα | θα τελεύω | να τελεύω | τελεύοντας | |
β' ενικ. | τελεύεις | τέλευες | θα τελεύεις | να τελεύεις | τέλευε | |
γ' ενικ. | τελεύει | τέλευε | θα τελεύει | να τελεύει | ||
α' πληθ. | τελεύουμε | τελεύαμε | θα τελεύουμε | να τελεύουμε | ||
β' πληθ. | τελεύετε | τελεύατε | θα τελεύετε | να τελεύετε | τελεύετε | |
γ' πληθ. | τελεύουν(ε) | τέλευαν τελεύαν(ε) |
θα τελεύουν(ε) | να τελεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | τέλεψα | θα τελέψω | να τελέψω | τελέψει | ||
β' ενικ. | τέλεψες | θα τελέψεις | να τελέψεις | τέλεψε | ||
γ' ενικ. | τέλεψε | θα τελέψει | να τελέψει | |||
α' πληθ. | τελέψαμε | θα τελέψουμε | να τελέψουμε | |||
β' πληθ. | τελέψατε | θα τελέψετε | να τελέψετε | τελέψτε | ||
γ' πληθ. | τέλεψαν τελέψαν(ε) |
θα τελέψουν(ε) | να τελέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω τελέψει | είχα τελέψει | θα έχω τελέψει | να έχω τελέψει | ||
β' ενικ. | έχεις τελέψει | είχες τελέψει | θα έχεις τελέψει | να έχεις τελέψει | ||
γ' ενικ. | έχει τελέψει | είχε τελέψει | θα έχει τελέψει | να έχει τελέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε τελέψει | είχαμε τελέψει | θα έχουμε τελέψει | να έχουμε τελέψει | ||
β' πληθ. | έχετε τελέψει | είχατε τελέψει | θα έχετε τελέψει | να έχετε τελέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν τελέψει | είχαν τελέψει | θα έχουν τελέψει | να έχουν τελέψει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία τελεύω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τελεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.