τελεσιγραφικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελεσιγραφικά < τελεσιγραφικός
Επίρρημα επεξεργασία
τελεσιγραφικά
- ως τελεσίγραφο
Μεταφράσεις επεξεργασία
τελεσιγραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
τελεσιγραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του τελεσιγραφικό