ταρατατζούμ
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ταρατατζούμ < ηχομιμητική λέξη για τον ήχο του τύμπανου
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ta.ɾa.taˈd͡zum/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ρα‐τα‐τζούμ
Ουσιαστικό Επεξεργασία
ταρατατζούμ ουδέτερο άκλιτο
- (λέξη χωρίς νόημα) ο ήχος του τύμπανου, ιδίως στρατιωτικού
- ↪ Στην προκυμαία, η μπάντα παιάνιζε εμβατήρια «ταρατατζούμ, τατζούμ, τατζούμ» και τα παιδάκια κουνούσαν τις σημαιούλες τους.
- (μεταφορικά, ειρωνικό) φανφαρονισμός, επίδειξη, πομπώδες ύφος
- ↪ είναι σεμνός, αφοσιωμένος στη δουλειά του χωρίς ταρατατζούμ, χωρίς να τη διαφημίζει
- ↪ η ομιλία του ήταν γεμάτη ταρατατζούμ και κορόνες, αλλά χωρίς ουσία
- ≈ συνώνυμα: φανφάρα, τυμπανοκρουσίες, κορόνες συνήθως στον πληθυντικό
Μεταφράσεις Επεξεργασία
Πηγές Επεξεργασία
- ταρατατζούμ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)