Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ταγεύω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Σύνθετα
1.2.4
Σημειώσεις
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ταγεύω
<
ταγός
+
-εύω
<
τάσσω
Ρήμα
επεξεργασία
ταγεύω
είμαι
ταγός
,
κυβερνώ
,
διοικώ
※
ταχὺ δὲ ὁ Ἰάσων ὁμολογουμένως
ταγὸς
τῶν Θετταλῶν καθειστήκει. ἐπεί γε μὴν
ἐτάγευσε
, διέταξεν ἱππικόν τε ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἦν παρέχειν καὶ ὁπλιτικόν.
(
Ξενοφών
, Ελληνικά, 6,1,18,8 - 6, 1, 19, 3)
ταγεύω τινός = διοικώ, άρχω, κυβερνώ κάποιον
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ταγέω
Συνώνυμα
επεξεργασία
διοικῶ
κυβερνῶ
Σύνθετα
επεξεργασία
διαταγεύω
συνταγεύω
Σημειώσεις
επεξεργασία
το ρήμα ταγέω δεν απαντάται σ' όλους τους χρόνους