Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάκκος < ιταλική tacco (φτέρνα, σφήνα, στιλέτο, τακκούνι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάκκος αρσενικό

  1. (κυπριακά) τάκος
  2. (κυπριακά) (κατ’ επέκταση) τρίποδας εργασίας, για ανύψωση αυτοκινήτου
  3. (κυπριακά) (μεταφορικά) πανέμορφη γυναίκα

  Μεταφράσεις επεξεργασία