τάκκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τάκκος αρσενικό
- (κυπριακά) τάκος
- (κυπριακά) (κατ’ επέκταση) τρίποδας εργασίας, για ανύψωση αυτοκινήτου
- (κυπριακά) (μεταφορικά) πανέμορφη γυναίκα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τάκκος