συνωθώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.noˈθo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νω‐θώ
Ρήμα
επεξεργασίασυνωθώ (παθητική φωνή: συνωθούμαι)
- σπρώχνω
- συμπιέζω
- στριμώχνω
- ※ Το τρένο φτάνει στον σταθμό. Ανοίγουν οι πόρτες και ο κόσμος συνωθείται σαν μελίσσι μπροστά τους.
- Γιάννης Γορανίτης, 24, Αθήνα: Πατάκης, 2017. σελ. 37
- ※ Το τρένο φτάνει στον σταθμό. Ανοίγουν οι πόρτες και ο κόσμος συνωθείται σαν μελίσσι μπροστά τους.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνωθώ | συνωθούσα | θα συνωθώ | να συνωθώ | συνωθώντας | |
β' ενικ. | συνωθείς | συνωθούσες | θα συνωθείς | να συνωθείς | (συνώθει) | |
γ' ενικ. | συνωθεί | συνωθούσε | θα συνωθεί | να συνωθεί | ||
α' πληθ. | συνωθούμε | συνωθούσαμε | θα συνωθούμε | να συνωθούμε | ||
β' πληθ. | συνωθείτε | συνωθούσατε | θα συνωθείτε | να συνωθείτε | συνωθείτε | |
γ' πληθ. | συνωθούν(ε) | συνωθούσαν(ε) | θα συνωθούν(ε) | να συνωθούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνώθησα | θα συνωθήσω | να συνωθήσω | συνωθήσει | ||
β' ενικ. | συνώθησες | θα συνωθήσεις | να συνωθήσεις | συνώθησε | ||
γ' ενικ. | συνώθησε | θα συνωθήσει | να συνωθήσει | |||
α' πληθ. | συνωθήσαμε | θα συνωθήσουμε | να συνωθήσουμε | |||
β' πληθ. | συνωθήσατε | θα συνωθήσετε | να συνωθήσετε | συνωθήστε | ||
γ' πληθ. | συνώθησαν συνωθήσαν(ε) |
θα συνωθήσουν(ε) | να συνωθήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συνωθήσει | είχα συνωθήσει | θα έχω συνωθήσει | να έχω συνωθήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συνωθήσει | είχες συνωθήσει | θα έχεις συνωθήσει | να έχεις συνωθήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συνωθήσει | είχε συνωθήσει | θα έχει συνωθήσει | να έχει συνωθήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συνωθήσει | είχαμε συνωθήσει | θα έχουμε συνωθήσει | να έχουμε συνωθήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συνωθήσει | είχατε συνωθήσει | θα έχετε συνωθήσει | να έχετε συνωθήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συνωθήσει | είχαν συνωθήσει | θα έχουν συνωθήσει | να έχουν συνωθήσει |
|