Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνωθώ < αρχαία ελληνική συνωθέω < ὠθέω / ὠθῶ

  Ρήμα επεξεργασία

συνωθώ (παθητική φωνή: συνωθούμαι)

  1. σπρώχνω
  2. συμπιέζω
  3. στριμώχνω

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία