Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντόμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντόμως. Συγχρονικά αναλύεται σε σύντομ(ος) + -ως.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈdo.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ντό‐μως
τονικό παρώνυμο: σύντομος

  Επίρρημα επεξεργασία

συντόμως

Εκφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντόμως < δραστήρι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

συντόμως, συγκριτικός: συντομώτερον/συντομωτέρως, υπερθετικός:  συντομώτατον/συντομώτατον/συντομωτάτως

  Πηγές επεξεργασία