συντεχνιακά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συντεχνιακά < συντεχνιακός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
συντεχνιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του συντεχνιακός