Ετυμολογία

επεξεργασία
συναριθμώ < αρχαία ελληνική συναριθμέω / συναριθμῶ < σύν + ἀριθμός

συναριθμώ (παθητική φωνή: συναριθμούμαι)

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία