συναριθμούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυναριθμούμαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος συναριθμώ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναριθμούμαι | συναριθμούμουν | θα συναριθμούμαι | να συναριθμούμαι | ||
β' ενικ. | συναριθμείσαι | συναριθμούσουν | θα συναριθμείσαι | να συναριθμείσαι | ||
γ' ενικ. | συναριθμείται | συναριθμούνταν | θα συναριθμείται | να συναριθμείται | ||
α' πληθ. | συναριθμούμαστε | συναριθμούμασταν συναριθμούμαστε |
θα συναριθμούμαστε | να συναριθμούμαστε | ||
β' πληθ. | συναριθμείστε | συναριθμούσασταν συναριθμούσαστε |
θα συναριθμείστε | να συναριθμείστε | συναριθμείστε | |
γ' πληθ. | συναριθμούνται | συναριθμούνταν | θα συναριθμούνται | να συναριθμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναριθμήθηκα | θα συναριθμηθώ | να συναριθμηθώ | συναριθμηθεί | ||
β' ενικ. | συναριθμήθηκες | θα συναριθμηθείς | να συναριθμηθείς | συναριθμήσου | ||
γ' ενικ. | συναριθμήθηκε | θα συναριθμηθεί | να συναριθμηθεί | |||
α' πληθ. | συναριθμηθήκαμε | θα συναριθμηθούμε | να συναριθμηθούμε | |||
β' πληθ. | συναριθμηθήκατε | θα συναριθμηθείτε | να συναριθμηθείτε | συναριθμηθείτε | ||
γ' πληθ. | συναριθμήθηκαν συναριθμηθήκαν(ε) |
θα συναριθμηθούν(ε) | να συναριθμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναριθμηθεί | είχα συναριθμηθεί | θα έχω συναριθμηθεί | να έχω συναριθμηθεί | συναριθμημένος | |
β' ενικ. | έχεις συναριθμηθεί | είχες συναριθμηθεί | θα έχεις συναριθμηθεί | να έχεις συναριθμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναριθμηθεί | είχε συναριθμηθεί | θα έχει συναριθμηθεί | να έχει συναριθμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναριθμηθεί | είχαμε συναριθμηθεί | θα έχουμε συναριθμηθεί | να έχουμε συναριθμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναριθμηθεί | είχατε συναριθμηθεί | θα έχετε συναριθμηθεί | να έχετε συναριθμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναριθμηθεί | είχαν συναριθμηθεί | θα έχουν συναριθμηθεί | να έχουν συναριθμηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναριθμούμαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συναριθμώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συναριθμούμαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)