συνυπολογίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασυνυπολογίζομαι
- (λόγιο) παθητική φωνή του ρήματος συνυπολογίζω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συνυπολογίζομαι | συνυπολογιζόμουν(α) | θα συνυπολογίζομαι | να συνυπολογίζομαι | ||
β' ενικ. | συνυπολογίζεσαι | συνυπολογιζόσουν(α) | θα συνυπολογίζεσαι | να συνυπολογίζεσαι | (συνυπολογίζου) | |
γ' ενικ. | συνυπολογίζεται | συνυπολογιζόταν(ε) | θα συνυπολογίζεται | να συνυπολογίζεται | ||
α' πληθ. | συνυπολογιζόμαστε | συνυπολογιζόμαστε συνυπολογιζόμασταν |
θα συνυπολογιζόμαστε | να συνυπολογιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συνυπολογίζεστε | συνυπολογιζόσαστε συνυπολογιζόσασταν |
θα συνυπολογίζεστε | να συνυπολογίζεστε | (συνυπολογίζεστε) | |
γ' πληθ. | συνυπολογίζονται | συνυπολογίζονταν συνυπολογιζόντουσαν |
θα συνυπολογίζονται | να συνυπολογίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνυπολογίστηκα | θα συνυπολογιστώ | να συνυπολογιστώ | συνυπολογιστεί | ||
β' ενικ. | συνυπολογίστηκες | θα συνυπολογιστείς | να συνυπολογιστείς | συνυπολογίσου | ||
γ' ενικ. | συνυπολογίστηκε | θα συνυπολογιστεί | να συνυπολογιστεί | |||
α' πληθ. | συνυπολογιστήκαμε | θα συνυπολογιστούμε | να συνυπολογιστούμε | |||
β' πληθ. | συνυπολογιστήκατε | θα συνυπολογιστείτε | να συνυπολογιστείτε | συνυπολογιστείτε | ||
γ' πληθ. | συνυπολογίστηκαν συνυπολογιστήκαν(ε) |
θα συνυπολογιστούν(ε) | να συνυπολογιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συνυπολογιστεί | είχα συνυπολογιστεί | θα έχω συνυπολογιστεί | να έχω συνυπολογιστεί | συνυπολογισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συνυπολογιστεί | είχες συνυπολογιστεί | θα έχεις συνυπολογιστεί | να έχεις συνυπολογιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συνυπολογιστεί | είχε συνυπολογιστεί | θα έχει συνυπολογιστεί | να έχει συνυπολογιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συνυπολογιστεί | είχαμε συνυπολογιστεί | θα έχουμε συνυπολογιστεί | να έχουμε συνυπολογιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συνυπολογιστεί | είχατε συνυπολογιστεί | θα έχετε συνυπολογιστεί | να έχετε συνυπολογιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συνυπολογιστεί | είχαν συνυπολογιστεί | θα έχουν συνυπολογιστεί | να έχουν συνυπολογιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συνυπολογίζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- συνυπολογίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνυπολογίζομαι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)