Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sim.pa.ɾaˈsi.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συμπαρασύρω
παλιότερος συλλαβισμός: συμπαρασύρω

συμπαρασύρω, πρτ.: συμπαρέσυρα, αόρ.: συμπαρέσυρα, παθ.φωνή: συμπαρασύρομαι, π.αόρ.: συμπαρασύρθηκα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη σύρω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
συμπαρασύρω < συμ- + παρασύρω)

συμπαρασύρω

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη σύρω