Ετυμολογία

επεξεργασία
συζητιέμαι < παθητική φωνή του ρήματος συζητώ

συζητιέμαι

  • γίνομαι θέμα συζήτησης (χρησιμοποιείται κυρίως στο γ' πρόσωπο)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία