συγκομίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συγκομίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συγκομίζω < συγ- + κομίζω
Ρήμα
επεξεργασίασυγκομίζω (παθητική φωνή: συγκομίζομαι)
- (λόγιο) συλλέγω, μαζεύω
- Στα πεδινά το λάχανο είναι καλό να φυτεύεται από τα μέσα Σεπτεμβρίου και μετά, άρα συγκομίζεται περίπου τρεις μήνες αργότερα - επομένως λάχανο από τα πεδινά να προτιμάτε από τις αρχές Δεκεμβρίου και μετά. (*)
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκομίζω | συγκόμιζα | θα συγκομίζω | να συγκομίζω | συγκομίζοντας | |
β' ενικ. | συγκομίζεις | συγκόμιζες | θα συγκομίζεις | να συγκομίζεις | συγκόμιζε | |
γ' ενικ. | συγκομίζει | συγκόμιζε | θα συγκομίζει | να συγκομίζει | ||
α' πληθ. | συγκομίζουμε | συγκομίζαμε | θα συγκομίζουμε | να συγκομίζουμε | ||
β' πληθ. | συγκομίζετε | συγκομίζατε | θα συγκομίζετε | να συγκομίζετε | συγκομίζετε | |
γ' πληθ. | συγκομίζουν(ε) | συγκόμιζαν συγκομίζαν(ε) |
θα συγκομίζουν(ε) | να συγκομίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκόμισα | θα συγκομίσω | να συγκομίσω | συγκομίσει | ||
β' ενικ. | συγκόμισες | θα συγκομίσεις | να συγκομίσεις | συγκόμισε | ||
γ' ενικ. | συγκόμισε | θα συγκομίσει | να συγκομίσει | |||
α' πληθ. | συγκομίσαμε | θα συγκομίσουμε | να συγκομίσουμε | |||
β' πληθ. | συγκομίσατε | θα συγκομίσετε | να συγκομίσετε | συγκομίστε | ||
γ' πληθ. | συγκόμισαν συγκομίσαν(ε) |
θα συγκομίσουν(ε) | να συγκομίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συγκομίσει | είχα συγκομίσει | θα έχω συγκομίσει | να έχω συγκομίσει | ||
β' ενικ. | έχεις συγκομίσει | είχες συγκομίσει | θα έχεις συγκομίσει | να έχεις συγκομίσει | ||
γ' ενικ. | έχει συγκομίσει | είχε συγκομίσει | θα έχει συγκομίσει | να έχει συγκομίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκομίσει | είχαμε συγκομίσει | θα έχουμε συγκομίσει | να έχουμε συγκομίσει | ||
β' πληθ. | έχετε συγκομίσει | είχατε συγκομίσει | θα έχετε συγκομίσει | να έχετε συγκομίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκομίσει | είχαν συγκομίσει | θα έχουν συγκομίσει | να έχουν συγκομίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συγκομίζομαι | συγκομιζόμουν(α) | θα συγκομίζομαι | να συγκομίζομαι | ||
β' ενικ. | συγκομίζεσαι | συγκομιζόσουν(α) | θα συγκομίζεσαι | να συγκομίζεσαι | ||
γ' ενικ. | συγκομίζεται | συγκομιζόταν(ε) | θα συγκομίζεται | να συγκομίζεται | ||
α' πληθ. | συγκομιζόμαστε | συγκομιζόμαστε συγκομιζόμασταν |
θα συγκομιζόμαστε | να συγκομιζόμαστε | ||
β' πληθ. | συγκομίζεστε | συγκομιζόσαστε συγκομιζόσασταν |
θα συγκομίζεστε | να συγκομίζεστε | (συγκομίζεστε) | |
γ' πληθ. | συγκομίζονται | συγκομίζονταν συγκομιζόντουσαν |
θα συγκομίζονται | να συγκομίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συγκομίστηκα | θα συγκομιστώ | να συγκομιστώ | συγκομιστεί | ||
β' ενικ. | συγκομίστηκες | θα συγκομιστείς | να συγκομιστείς | συγκομίσου | ||
γ' ενικ. | συγκομίστηκε | θα συγκομιστεί | να συγκομιστεί | |||
α' πληθ. | συγκομιστήκαμε | θα συγκομιστούμε | να συγκομιστούμε | |||
β' πληθ. | συγκομιστήκατε | θα συγκομιστείτε | να συγκομιστείτε | συγκομιστείτε | ||
γ' πληθ. | συγκομίστηκαν συγκομιστήκαν(ε) |
θα συγκομιστούν(ε) | να συγκομιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συγκομιστεί | είχα συγκομιστεί | θα έχω συγκομιστεί | να έχω συγκομιστεί | συγκομισμένος | |
β' ενικ. | έχεις συγκομιστεί | είχες συγκομιστεί | θα έχεις συγκομιστεί | να έχεις συγκομιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει συγκομιστεί | είχε συγκομιστεί | θα έχει συγκομιστεί | να έχει συγκομιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συγκομιστεί | είχαμε συγκομιστεί | θα έχουμε συγκομιστεί | να έχουμε συγκομιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε συγκομιστεί | είχατε συγκομιστεί | θα έχετε συγκομιστεί | να έχετε συγκομιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συγκομιστεί | είχαν συγκομιστεί | θα έχουν συγκομιστεί | να έχουν συγκομιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συγκομίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίασυγκομίζω
Πηγές
επεξεργασία- συγκομίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συγκομίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.