στρατολογούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στρατολογούμαι < παθητική φωνή του ρήματος στρατολογώ
Ρήμα
επεξεργασίαστρατολογούμαι , πρτ.: στρατολογούμουν, στ.μέλλ.: θα στρατολογηθώ, αόρ.: στρατολογήθηκα, μτχ.π.π.: στρατολογημένος
- → δείτε τη λέξη στρατολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία στρατολογούμαι
Πηγές
επεξεργασία- στρατολογώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρατολογώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)