Ετυμολογία

επεξεργασία
στρατολογούμαι < παθητική φωνή του ρήματος στρατολογώ

στρατολογούμαι , πρτ.: στρατολογούμουν, στ.μέλλ.: θα στρατολογηθώ, αόρ.: στρατολογήθηκα, μτχ.π.π.: στρατολογημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία