σταχυολογήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίασταχυολογήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταχυολογώ
- θα σταχυολογήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταχυολογώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίασταχυολογήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σταχυολόγηση