Ετυμολογία

επεξεργασία
στατιστικοποιώ < στατιστικ(ή) + -ο- + -ποιώ

στατιστικοποιώ, πρτ.: στατιστικοποιούσα, στ.μέλλ.: θα στατιστικοποιήσω, αόρ.: στατιστικοποίησα, μτχ.π.π.: στατιστικοποιημένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία