στατιστικοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στατιστικοποιώ < στατιστικ(ή) + -ο- + -ποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαστατιστικοποιώ, πρτ.: στατιστικοποιούσα, στ.μέλλ.: θα στατιστικοποιήσω, αόρ.: στατιστικοποίησα, μτχ.π.π.: στατιστικοποιημένος
- (μαθηματικά, στατιστική) εκφράζω ποσόστωση και αναλογία μέσω της στατιστικής ανάλυσης
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στατιστικοποιώ | στατιστικοποιούσα | θα στατιστικοποιώ | να στατιστικοποιώ | στατιστικοποιώντας | |
β' ενικ. | στατιστικοποιείς | στατιστικοποιούσες | θα στατιστικοποιείς | να στατιστικοποιείς | ||
γ' ενικ. | στατιστικοποιεί | στατιστικοποιούσε | θα στατιστικοποιεί | να στατιστικοποιεί | ||
α' πληθ. | στατιστικοποιούμε | στατιστικοποιούσαμε | θα στατιστικοποιούμε | να στατιστικοποιούμε | ||
β' πληθ. | στατιστικοποιείτε | στατιστικοποιούσατε | θα στατιστικοποιείτε | να στατιστικοποιείτε | στατιστικοποιείτε | |
γ' πληθ. | στατιστικοποιούν(ε) | στατιστικοποιούσαν(ε) | θα στατιστικοποιούν(ε) | να στατιστικοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στατιστικοποίησα | θα στατιστικοποιήσω | να στατιστικοποιήσω | στατιστικοποιήσει | ||
β' ενικ. | στατιστικοποίησες | θα στατιστικοποιήσεις | να στατιστικοποιήσεις | στατιστικοποίησε | ||
γ' ενικ. | στατιστικοποίησε | θα στατιστικοποιήσει | να στατιστικοποιήσει | |||
α' πληθ. | στατιστικοποιήσαμε | θα στατιστικοποιήσουμε | να στατιστικοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | στατιστικοποιήσατε | θα στατιστικοποιήσετε | να στατιστικοποιήσετε | στατιστικοποιήστε | ||
γ' πληθ. | στατιστικοποίησαν στατιστικοποιήσαν(ε) |
θα στατιστικοποιήσουν(ε) | να στατιστικοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στατιστικοποιήσει | είχα στατιστικοποιήσει | θα έχω στατιστικοποιήσει | να έχω στατιστικοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στατιστικοποιήσει | είχες στατιστικοποιήσει | θα έχεις στατιστικοποιήσει | να έχεις στατιστικοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στατιστικοποιήσει | είχε στατιστικοποιήσει | θα έχει στατιστικοποιήσει | να έχει στατιστικοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στατιστικοποιήσει | είχαμε στατιστικοποιήσει | θα έχουμε στατιστικοποιήσει | να έχουμε στατιστικοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στατιστικοποιήσει | είχατε στατιστικοποιήσει | θα έχετε στατιστικοποιήσει | να έχετε στατιστικοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στατιστικοποιήσει | είχαν στατιστικοποιήσει | θα έχουν στατιστικοποιήσει | να έχουν στατιστικοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στατιστικοποιούμαι | στατιστικοποιούμουν | θα στατιστικοποιούμαι | να στατιστικοποιούμαι | στατιστικοποιούμενος | |
β' ενικ. | στατιστικοποιείσαι | στατιστικοποιούσουν | θα στατιστικοποιείσαι | να στατιστικοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | στατιστικοποιείται | στατιστικοποιούνταν | θα στατιστικοποιείται | να στατιστικοποιείται | ||
α' πληθ. | στατιστικοποιούμαστε | στατιστικοποιούμασταν στατιστικοποιούμαστε |
θα στατιστικοποιούμαστε | να στατιστικοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | στατιστικοποιείστε | στατιστικοποιούσασταν στατιστικοποιούσαστε |
θα στατιστικοποιείστε | να στατιστικοποιείστε | στατιστικοποιείστε | |
γ' πληθ. | στατιστικοποιούνται | στατιστικοποιούνταν | θα στατιστικοποιούνται | να στατιστικοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στατιστικοποιήθηκα | θα στατιστικοποιηθώ | να στατιστικοποιηθώ | στατιστικοποιηθεί | ||
β' ενικ. | στατιστικοποιήθηκες | θα στατιστικοποιηθείς | να στατιστικοποιηθείς | στατιστικοποιήσου | ||
γ' ενικ. | στατιστικοποιήθηκε | θα στατιστικοποιηθεί | να στατιστικοποιηθεί | |||
α' πληθ. | στατιστικοποιηθήκαμε | θα στατιστικοποιηθούμε | να στατιστικοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | στατιστικοποιηθήκατε | θα στατιστικοποιηθείτε | να στατιστικοποιηθείτε | στατιστικοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | στατιστικοποιήθηκαν στατιστικοποιηθήκαν(ε) |
θα στατιστικοποιηθούν(ε) | να στατιστικοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω στατιστικοποιηθεί | είχα στατιστικοποιηθεί | θα έχω στατιστικοποιηθεί | να έχω στατιστικοποιηθεί | στατιστικοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις στατιστικοποιηθεί | είχες στατιστικοποιηθεί | θα έχεις στατιστικοποιηθεί | να έχεις στατιστικοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει στατιστικοποιηθεί | είχε στατιστικοποιηθεί | θα έχει στατιστικοποιηθεί | να έχει στατιστικοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε στατιστικοποιηθεί | είχαμε στατιστικοποιηθεί | θα έχουμε στατιστικοποιηθεί | να έχουμε στατιστικοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε στατιστικοποιηθεί | είχατε στατιστικοποιηθεί | θα έχετε στατιστικοποιηθεί | να έχετε στατιστικοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν στατιστικοποιηθεί | είχαν στατιστικοποιηθεί | θα έχουν στατιστικοποιηθεί | να έχουν στατιστικοποιηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία στατιστικοποιώ