Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

σταθμεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σταθμεύω
  2. θα σταθμεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σταθμεύω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σταθμεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στάθμευση