Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στέλνω αδιάβαστο: → δείτε τις λέξεις στέλνω και αδιάβαστος στην αιτιατική ενικού αδιάβαστο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈstelno aˈðʝavasto/

  Έκφραση επεξεργασία

στέλνω (κάποιον) αδιάβαστο

  1. (αργκό) αποστομώνω κάποιον αποδεικνύοντας ατράνταχτα ότι δεν έχει δίκιο ή ότι δεν ξέρει κάποιο θεματικό αντικείμενο
  2. (μεταφορικά) σκοτώνω κάποιον
     συνώνυμα: στέλνω άψαλτο
  3. (κατ’ επέκταση) ευγενικότερη μορφή απειλής εναντίον κάποιου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αδιάβαστοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)