Ετυμολογία

επεξεργασία
στάρετς < (άμεσο δάνειο) ρωσική ста́рец (stárec)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στάρετς αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία