στάρετς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στάρετς < (άμεσο δάνειο) ρωσική ста́рец (stárec)
Ουσιαστικό επεξεργασία
στάρετς αρσενικό άκλιτο
- (θρησκεία) γέροντας, γέρων ενός ορθόδοξου ρώσικου μοναστηριού με συμβουλευτικά και διδακτικά καθήκοντα