Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στάρετς < (άμεσο δάνειο) ρωσική ста́рец (stárec)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στάρετς αρσενικό άκλιτο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία