σπουργιτάκια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /spuɾ.ʝiˈta.ca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπουρ‐γι‐τά‐κια
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
σπουργιτάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπουργιτάκι