σπινιάλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπινιάλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπινιάλο ουδέτερο
- (ιδιωματικό) τεχνική διατήρησης οστρακοειδών (πίνες, φούσκες κ.λπ.) σε θαλασσινό νερό ή άλμη καθώς και (συνεκδοχικά) ο μεζές που προκύπτει
- ※ Στην Κάλυμνο οι παλιοί σφουγγαράδες που γνωρίζαν καλά τον κόπο να τις βρεις και να τις βγάλεις, επινόησαν ένα τρόπο συντήρησης του περιεχομένου από τις φούσκες, το σπινιάλι ή σπινιάλο. Αποστειρώνουν μπουκάλια μέσα στο οποίο φυλάνε το φαΐ από τις φούσκες μαζί με νερό θαλασσινό από τις ίδιες τις φούσκες, λίγο επιπλέον αλάτι και λίγο ελαιόλαδο το οποίο σκεπάζει το ζουμάκι και δεν αφήνει τον αέρα να εισχωρήσει στο θαλασσινό νερό και να αλλοιώσει τις φούσκες. Τα σφραγισμένα αυτά μπουκάλια με το σπινιάλο διατηρούνται στο ψυγείο για μεγάλο χρονικό διάστημα. (www.ethnos.gr, 18.10.2020)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπινιάλο
|