Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σπασαρχίδες αρσενικό ή θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπασαρχίδας
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπασαρχίδω