σπασαρχίδες
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία
σπασαρχίδες αρσενικό ή θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπασαρχίδας
- → δείτε και τον τύπο σπασαρχίδηδες
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σπασαρχίδω